- Κρεμλίνο
- (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ. περιλάμβανε το πριγκιπικό ανάκτορο, έναν καθεδρικό ναό και την αυλή των βογιάρων και των κληρικών ευγενών. Κ. υπάρχουν σε πολλές ρωσικές πόλεις, επιβλητικότερο όμως όλων είναι αναμφισβήτητα εκείνο της Μόσχας.
Το Κ. της Μόσχας αποτελεί το παλαιότερο κομμάτι της πόλης και θεωρείται ιστορική περιοχή, στα πλαίσια της οποίας εντάσσονται αξιόλογα καλλιτεχνικά μνημεία. Η σύγχρονη περιγραφή του αφορά ένα ακανόνιστο τρίγωνο έκτασης 275 στρεμμάτων, στο κέντρο της ρωσικής πρωτεύουσας. Τα τείχη του εκτείνονται σε μήκος 2,25 χλμ. και έχουν πάχος 3,5-6,5 μ. και ύψος 5-19 μ. Μέχρι το 1992 το Κ. συνιστούσε το επίκεντρο της κοινωνικοπολιτικής ζωής της χώρας και την έδρα των ανώτατων οργάνων κρατικής εξουσίας του Ανώτατου Σοβιέτ και της κυβέρνησης της πρώην ΕΣΣΔ.
Αρχικά, το Κ. της Μόσχας ήταν το μικρό οχυρό ενός οικισμού, ο οποίος είχε χτιστεί στον λόφο Μποροβίτσκι, στο σημείο όπου ο ποταμός Νεγκλίναγια εκβάλλει στον Μόσκοβα. Τα παλαιότερα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή του ανάγονται στην εποχή του ορείχαλκου (2η χιλιετία π.Χ.). Στις αρχές της εποχής του σιδήρου υπήρχε στην περιοχή ένας οικισμός, του οποίου τα ίχνη αποκαλύφθηκαν στο σημείο ακριβώς όπου βρίσκεται σήμερα ο καθεδρικός ναός του Αρχαγγέλου. Εκεί, περίπου στα τέλη του 11ου αι., ιδρύθηκε ένας σλαβικός οικισμός. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως κατάλοιπα ξύλινων οικοδομημάτων, οικιακά σκεύη καθώς και κοσμήματα που χρησιμοποιούσαν οι Βάτιτσοι, τα μέλη αυτής της σλαβικής φυλής. Ανάμεσα στα ευρήματα συγκαταλέγεται και μια σφραγίδα της μητρόπολης του Κιέβου (1093-96).
Το φρούριο, που ήταν χτισμένο στο ακραίο νοτιοδυτικό τμήμα του λόφου Μποροβίτσκι, είχε έκταση περίπου 15 στρεμμάτων, ενώ ανακαλύφθηκε και μία τάφρος η οποία ανοιγόταν κατά μήκος της δυτικής πρόσοψης του σημερινού Μεγάλου Ανακτόρου του Κ. Το 1147, έτος κατά το οποίο η Μόσχα αναφέρεται για πρώτη φορά στα χρονικά, ο οικισμός βρισκόταν στο ανώτερο τμήμα του λόφου. Αργότερα (1156), η πόλη, που δημιουργήθηκε με διαταγή του πρίγκιπα Γιούρι Ντολγκορούκι, εκτεινόταν σε περιοχή πέντε ή έξι φορές μεγαλύτερη από τον αρχικό οικισμό, χωρίς ωστόσο να κατοικηθεί το κεντρικό τμήμα του λόφου Μποροβίτσκι. Στο βόρειο τμήμα της σημερινής πλατείας Σαμπόρναγια υπήρχε μια ξύλινη εκκλησία και δίπλα της το νεκροταφείο. Εκείνη την εποχή το οχυρό του Κ. ήταν ένα οικοδόμημα χτισμένο με ξύλο και χώμα. Στο β’ μισό του 12ου αι. το Κ. επεκτάθηκε βόρεια του χώρου του σημερινού Μεγάρου των Συνεδρίων και ανατολικά της πλατείας Σαμπόρναγια, καθώς επίσης και ΝΔ της περιοχής των αρχικών οχυρώσεων. Το 1237 το Κ. καταστράφηκε, εξαιτίας της εισβολής των Ταταρομογγόλων.
Στα μεταγενέστερα χρόνια η ανάπτυξη του Κ. συνδέθηκε στενά με τον ρόλο που διαδραμάτισε η Μόσχα στη ζωή της χώρας, ως πρωτεύουσα του πριγκιπάτου και, αργότερα, ολόκληρου του ρωσικού κράτους. Η οικοδόμηση των πρώτων πέτρινων ναών ξεκίνησε στα τέλη του 13ου αι. Οι ναοί αυτοί ήταν πρόδρομοι των καθεδρικών ναών της Κοίμησης της Θεοτόκου, του Ευαγγελισμού και του Αρχαγγέλου και τα κτίριά τους απάρτιζαν το συγκρότημα της κεντρικής πλατείας Σαμπόρναγια. Κατά την περίοδο της βασιλείας του Ιβάν Α’ Ντανίλοβιτς χτίστηκαν πολλοί καθεδρικοί ναοί και εκκλησίες, και ανάμεσά τους ο καθεδρικός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου (1327), με το ναΐδριο λατρείας της αλυσίδας του Αποστόλου Πέτρου (1329) και ο καθεδρικός ναός του Αρχαγγέλου (1333).
Στο τέλος του 1339 ξεκίνησε η κατασκευή του τείχους και των πύργων του από ξύλο βελανιδιάς και στο β’ μισό του 14ου αι. δημιουργήθηκαν τα μοναστήρια των Θαυμάτων και της Ανάληψης. Το 1367, όταν ο Ντιμίτρι Ντονσκόι προετοιμαζόταν για να αντιμετωπίσει τους Τατάρους, διέταξε να χτιστούν στο Κ. τείχη και πύργοι από άσπρη πέτρα και διεύρυνε σημαντικά την περιοχή του. Τον επόμενο αιώνα συνεχίστηκε η οικοδόμηση με πέτρα, χτίστηκαν οι εκκλησίες της Γέννησης του Σωτήρα και του Ευαγγελισμού, αναστηλώθηκαν οι πύργοι και τα τείχη, ενώ τοποθετήθηκε το πρώτο ρολόι σε πύργο. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου εργάζονταν στο Κ. οι φημισμένοι Ρώσοι ζωγράφοι Ρουμπλιόφ και Πρόχορ του Γκοροντέντς, καθώς και ο ελληνικής καταγωγής Θεοφάνης.
Όταν η Μόσχα κατέστη το πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο του ενιαίου ρωσικού κράτους (β’ μισό του 15ου αι.), ξεκίνησε η ριζική ανακαίνιση του Κ., με τη συμμετοχή Ιταλών αρχιτεκτόνων. Έτσι, η περιοχή μεταμορφώθηκε σε ένα ογκώδες αρχιτεκτονικό σύνολο, με επιβλητικότερο σημείο την πλατεία Σαμπόρναγια και τον καθεδρικό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ο ναός χτίστηκε από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Φιοραβάντι μεταξύ 1475 και 1479. Είναι τρίκλιτος, με πέντε τρούλους, μια πραγματικά μνημειακή και μεγαλόπρεπη μορφή. Στον ναό επικράτησε η συνήθεια να ενταφιάζονται οι μητροπολίτες και οι πατριάρχες της Μόσχας, καθώς και να τελούνται οι γάμοι των πριγκίπων και των τσάρων, οι στέψεις και άλλες επίσημες τελετές. Στον ναό μεταφέρθηκε και ένα εικονοστάσιο, φιλοτεχνημένο από τον Ρουμπλιόφ (1405). Στο διάστημα μεταξύ 1505 και 1508 ο Ιταλός Α. Φριάζιν έχτισε τον καθεδρικό ναό του Αρχαγγέλου, για την οικοδόμηση του οποίου χρησιμοποιήθηκαν αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά πρότυπα της Αναγέννησης. Στον ναό αυτό γινόταν η ταφή των πριγκίπων και αργότερα των τσάρων.
Κεντρικό στοιχείο του συγκροτήματος του Κ. ήταν το κωδωνοστάσιο Ιβάν Βελίκι (= Ιβάν ο Μέγας), στα Α του οποίου βρισκόταν η πλατεία Ιβανόφσκαγια με το Μέγαρο Πρικάζοφ. Ωστόσο, στο διάστημα 1485-95, οικοδομήθηκαν νέα τείχη και πύργοι από τούβλα, τα οποία σώζονται και στη σύγχρονη εποχή. Από τους 18 πύργους που περικλείονταν στα όρια του Κ. (σήμερα 20) οι έξι χρησίμευαν ως είσοδοι και οι τρεις είχαν πυργίσκους με πολεμίστρες. Οι γωνιακοί πύργοι ήταν στρογγυλοί και οι υπόλοιποι ορθογώνιοι. Στην πλευρά της Κόκκινης Πλατείας το Κ. προστατευόταν από μια τάφρο με νερό το οποίο προερχόταν από τους ποταμούς Νεγκλίναγια και Μόσκβα (Μόσκοβα). Η τάφρος αυτή ήταν επιστρωμένη με πέτρα και οχυρωμένη με επιπρόσθετα χαμηλά τείχη. Το σύνολο των εργασιών ολοκληρώθηκε το 1516, και έκτοτε το Κ. αποτέλεσε ένα από τα πιο ισχυρά φρούρια της Ευρώπης.
Τον 17o αι. ξεκίνησε η εντατική ανοικοδόμηση του Κ. το οποίο στο μεταξύ υπέστη μεγάλες ζημιές από τους πολέμους των αγροτών και τις εισβολές των Πολωνών και των Σουηδών. Ανοικοδομήθηκαν τότε ψηλά κτίρια, με περισσότερο σύνθετες διακοσμήσεις στις προσόψεις τους. Η μεγαλύτερη επιβλητικότητα και ποικιλία εντοπίζεται στα χρώματα των κτιρίων. Το 1600 προστέθηκαν και άλλοι όροφοι στο κωδωνοστάσιο του Ιβάν, ενώ το 1625 χτίστηκε νέα πυραμιδοειδής στέγη, με νέο ρολόι. Στο διάστημα 1635-36 αναγέρθηκε το τριώροφο ανάκτορο Τερεμνόι. Μέχρι τα τέλη του 18ου αι. αυτό το ανάκτορο ήταν το ψηλότερο δημόσιο κτίριο της περιοχής του Κ. Στο ανάκτορο προστέθηκαν νέες ξύλινες αίθουσες για την τσαρίνα Νατάλια Κιρίλοβνα και τις κόρες της, καθώς επίσης και ειδικοί χώροι για τον πεθερό του τσάρου, μετά τον θάνατο του οποίου συγκρότησαν μία από τις πτέρυγες του ανακτόρου. Μεταξύ 1642 και 1656 ο πατριάρχης Νίκων επιστάτησε προσωπικά στην οικοδόμηση πατριαρχικής έδρας στον χώρο του Κ. Η προσθήκη πυραμιδοειδούς στέγης σε όλους τους πύργους του Κ., κατά τη δεκαετία του 1680, συνέβαλε σημαντικά στην αισθητική εμφάνιση του Κ. Επί βασιλείας του Πέτρου Α’ οι κυβερνητικές υπηρεσίες απομακρύνθηκαν από το Κ. και στη θέση τους τοποθετήθηκε το οπλοστάσιο. Η επέκταση του Κ. συνεχίστηκε και μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αγία Πετρούπολη, το 1712. Το 1773, μάλιστα, θεμελιώθηκε εκεί ένα μεγάλο ανάκτορο, για την ανέγερση του οποίου χρειάστηκε να γκρεμιστούν ορισμένα παλιά κτίρια και ένα μέρος των τειχών, το οποίο αναστηλώθηκε αργότερα. Ωστόσο η διαδικασία κατασκευής του ανακτόρου σταμάτησε, εξαιτίας της έλλειψης χρημάτων.
Το κτίριο της Γερουσίας χτίστηκε σε κλασικό ρυθμό και είναι οργανικά ενσωματωμένο στο αρχιτεκτονικό σύνολο του Κ. και της Κόκκινης Πλατείας. Κατά τις δεκαετίες του 1830 και 1840 η διάταξη και τα φυσικά χαρακτηριστικά του χώρου μεταβλήθηκαν κάπως και αρκετά παλιά κτίρια κατεδαφίστηκαν. Μεταξύ 1839 και 1849 χτίστηκε το Μεγάλο Ανάκτορο, από τον αρχιτέκτονα Κ. Τον, με αίθουσες χαρακτηριστικού διακόσμου. Οι ονομασίες των αιθουσών του ανακτόρου προήλθαν από τις αντίστοιχες του ανακτόρου των προεπαναστατικών παράσημων (Αγίου Γεωργίου, Βλαδίμηρου, Αικατερίνης). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η αίθουσα του Αγίου Γεωργίου φέρει διάκοσμο με αγάλματα και ανάγλυφες παραστάσεις του αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου που σκοτώνει τον δράκο. Μέχρι το 1917 το ανάκτορο ήταν η κατοικία των τσάρων στη Μόσχα. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση η Μόσχα έγινε πάλι πρωτεύουσα και οι αίθουσες του ανακτόρου χρησιμοποιήθηκαν για συνεδριάσεις των σοβιετικών και κομματικών οργάνων, καθώς και της Κομιντέρν. Στο Κ., εξάλλου, εγκαταστάθηκε και η σοβιετική κυβέρνηση.
Στα μετεπαναστατικά χρόνια στο Κ. οικοδομήθηκαν τα κτίρια της σχολής κομματικών στελεχών, τα γραφεία της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής και το Μέγαρο των Συνεδρίων του Κ. Το τελευταίο ήταν το μεγαλύτερο δημόσιο κτίριο του Κ. και χρησιμοποιήθηκε για σημαντικές κομματικές, κυβερνητικές, κοινωνικές και διεθνείς εκδηλώσεις, καθώς και για θεατρικές παραστάσεις. Το σχήμα του είναι ορθογώνιο με συνολική χωρητικότητα 40.000 τ.μ. και η πρόσοψή του χωρίζεται με μαρμάρινες κολόνες και χρωματιστά υαλογραφήματα. Η αίθουσα των συνεδριάσεων διαθέτει 6.000 θέσεις, ενώ στη διάρκειά τους πραγματοποιείται ταυτόχρονα μετάφραση σε 30 γλώσσες. Υπάρχει επίσης και αίθουσα δεξιώσεων, διακοσμημένη με μωσαϊκά. Στη σκηνή του Μεγάρου εμφανίζονται οι καλύτεροι θίασοι της χώρας, ενώ στον ίδιο χώρο διεξάγονται και φεστιβάλ κινηματογράφου.
Στα νεότερα χρόνια σε πέντε πύργους του Κ. τοποθετήθηκαν πεντάκτινα κόκκινα αστέρια. Το πρώτο τοποθετήθηκε στον πύργο του Σωτήρα (1935) και μέχρι το τέλος του ίδιου χρόνου είχαν τοποθετηθεί και τα υπόλοιπα στους πύργους της Αγίας Τριάδας, του Αγίου Νικολάου, των Δασών και της Bovτοβζβόντναγια. Τα αστέρια αυτά αντικατέστησαν τους μεγάλους χάλκινους δικέφαλους αετούς και ήταν κατασκευασμένα από ανοξείδωτο ατσάλι, ενώ καλύπτονταν με φύλλα επιχρυσωμένου χαλκού. Το 1937 τη θέση αυτών των αστεριών κατέλαβαν άλλα, κατασκευασμένα από ρουβινύαλο και σκελετό από ανοξείδωτο ατσάλι. Οι διαστάσεις του κάθε αστεριού καθορίστηκαν από το ύψος και το αρχιτεκτονικό σχέδιο του αντίστοιχου πύργου. Μολονότι το βάρος τους ήταν μεγάλο, περιστρέφονταν εύκολα με την αλλαγή του ανέμου και, για να διακρίνονται καθαρά στον ουρανό, φωτίζονταν εσωτερικά με δυνατούς λαμπτήρες. Στους πύργους υπήρχαν μηχανισμοί συντήρησης των αστεριών και χρησιμοποιούνταν ειδικά ανυψωτικά μηχανήματα για τον εσωτερικό και εξωτερικό καθαρισμό των αστεριών από τη σκόνη και την κάπνα.
Ένα από τα παλαιότερα και πιο σημαντικά μνημεία του Κ. είναι το ρολόι που βρίσκεται στον πύργο Σπάσκαγια, για το οποίο η πρώτη πληροφορία ανάγεται στο 1404. Το 1621 ο Βρετανός ωρολογοποιός Κρίστοφερ Γκαλγουέι κατασκεύασε ένα ρολόι για την τοποθέτηση του οποίου Ρώσοι τεχνίτες έφτιαξαν μια πέτρινη κατασκευή στον πύργο Σπάσκαγια. Το ρολόι αυτό είχε δύο όψεις, με διάμετρο περίπου 5 μ., κατασκευασμένες από ανεξάρτητα δρύινα τμήματα, τα οποία συνδέονταν με σιδερένια στεφάνια. Ο περιστρεφόμενος εξωτερικός κύκλος της όψης χωριζόταν σε 12 ίσα μέρη (ώρες) και οι ώρες σημειώνονταν με ένα σλαβικό γράμμα και έναν αραβικό αριθμό. Το 1706 τοποθετήθηκε στο Κ. νέο ρολόι, το οποίο αγοράστηκε από τον Πέτρο Α’ στην Ολλανδία, αλλά καταστράφηκε από πυρκαγιά. Επιδιορθώθηκε το 1767 για να καταστραφεί ακόμη μια φορά στην πυρκαγιά του 1812. Το ρολόι που υπάρχει σήμερα ανακατασκευάστηκε από τους αδελφούς Μούτενοπ στη Μόσχα και είναι τοποθετημένο στον όγδοο, ένατο και δέκατο όροφο του πύργου. Ο μηχανισμός του αποτελείται από τέσσερα ανεξάρτητα μέρη: τον μηχανισμό κίνησης, τον μηχανισμό σήμανσης των τετάρτων της ώρας, τον μηχανισμό σήμανσης των ωρών και τον μηχανισμό κωδωνοκρουσιών. Καθένας από αυτούς τους μηχανισμούς έχει ανεξάρτητο άξονα κουρδίσματος, κινούμενο με κυλινδρικά σιδερένια αντίβαρα. Παλαιότερα το ρολόι παιάνιζε ορισμένα εμβατήρια σε καθορισμένες ώρες, αλλά από το 1935 ο μουσικός μηχανισμός του αποσυναρμολογήθηκε.
Στο Κ. λειτουργούν σήμερα πολλά μουσεία, ενώ διατηρούνται και πολλά μνημεία της ρωσικής δεξιοτεχνίας, όπως το πυροβόλο τσάρος και η καμπάνα τσάρος. Γενικά, το Κ. συνδέεται άρρηκτα με σημαντικά γεγονότα από την ιστορία της τσαρικής Ρωσίας, της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της Ρωσικής Δημοκρατίας.
Το φημισμένο ρολόι του Κρεμλίνου της Μόσχας, το οποίο καλύπτει τρεις ορόφους στον πύργο Σπάσκαγια (φωτ. ΑΠΕ).
Άποψη του εσωτερικού του Μεγάλου Ανακτόρου του Κρεμλίνου στη Μόσχα (φωτ. ΑΠΕ).
To Κρεμλίνο της Μόσχας θεωρείται ιστορική περιοχή με αξιόλογα αρχιτεκτονικά μνημεία, κυρίως ναούς, όπως οι ναοί του Ευαγγελισμού (αριστερά) και της Ανάληψης (δεξιά). Στο κέντρο, δεσπόζει ο πύργος του Ιβάν του Τρομερού.
Μερική άποψη του τείχους του Κρεμλίνου της Μόσχας, το οποίο καλύπτει έκταση 275 στρεμμάτων στο κέντρο της ρωσικής πρωτεύουσας (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.